κούρδισμα

κούρδισμα
κούρδισμα, το και κούρντισμα, το, -ατος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κουρδίζω, εναρμόνιση των χορδών μουσικού οργάνου, η συσπείρωση του ελατηρίου του ρολογιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κούρδισμα — και κούρντισμα και χόρδισμα, το [κουρδίζω] 1. η ένταση, το τέντωμα τών χορδών μουσικού οργάνου 2. η συσπείρωση τού ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανικής συσκευής με τη συστροφή ειδικού εξαρτήματος 3. πείραμα …   Dictionary of Greek

  • κουρδιστήρι — και κουρντιστήρι, το [κουρδίζω] 1. όργανο για το κούρδισμα μουσικών οργάνων 2. ειδικό συστρεφόμενο εξάρτημα που χρησιμεύει για τη συσπείρωση τού ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανής εφοδιασμένης με ελατήριο …   Dictionary of Greek

  • κουρδιστής — και κουρντιοτής και χορδιστής, ο, θηλ. κουρδίστρια και κουρντίστρια και χορδίστρια [κουρδίζω] τεχνίτης ειδικός για το κούρδισμα μουσικών οργάνων, κυρίως τού πιάνου …   Dictionary of Greek

  • κούρντισμα — το βλ. κούρδισμα …   Dictionary of Greek

  • ταμπούρ — το, Ν μουσ. λαουτοειδές όργανο με μακρύ βραχίονα με τάστα και δύο ώς δέκα διπλά ζεύγη μεταλλικών χορδών στερεωμένων με εμπρόσθια και πλάγια κλειδιά για το κούρδισμα, το οποίο χρησιμοποιείται με διάφορες ονομασίες, από τα Βαλκάνια ώς τη… …   Dictionary of Greek

  • χόρδισμα — το, Ν το κούρδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • τρόμπα - μαρίνα — Ο όρος προέρχεται από τον ιταλικό (tromba marina = ναυτική σάλπιγγα). Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο, που αποτελείται από ένα μακρόστενο ξύλινο πυραμιδοειδή σωλήνα, μήκους περίπου 2 μ., πάνω στον οποίο είναι τεντωμένη μία και μόνη χορδή από… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • κουρδιστήρι — το ειδικό εργαλείο για το κούρδισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουρδιστής — κουρδιστής, ο και κουρντιστής, ο θηλ. κουρδίστρια και κουρντίστρια ο τεχνίτης για το κούρδισμα μουσικών οργάνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”